- ἐπιγνώσεως
- ἐπιγνώσεω̆ς , ἐπίγνωσιςrecognitionfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίγνωση — η (AM ἐπίγνωσις) [επιγιγνώσκω] ενσυνείδητη γνώση, συναίσθηση ενός πράγματος («δεν έχει επίγνωση τής θέσης του») αρχ. μσν. η αναγνώριση («πρὸς ἐπίγνωσιν ὀξέως τῶν ἐρώντων γὰρ ἡ ὄψις») αρχ. 1. εξέταση, έρευνα («οὐδὲν οἷόν τε κατὰ τρόπον χειρίσαι… … Dictionary of Greek